καλοκαρδιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλοκαρδιστής < (καλοκαρδίζω) καλοκαρδισ- + -τής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλοκαρδιστής αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]