καλύψεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καλύψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καλύπτω
  2. θα καλύψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καλύπτω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

καλύψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κάλυψη