καμηλοπαρδάλεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
καμηλοπαρδάλεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του καμηλοπάρδαλη
- εναλλακτικά: καμηλοπάρδαλης
καμηλοπαρδάλεως θηλυκό