καμινώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
κᾰμῑνο- κᾰμῑνω-
ονομαστική καμινώ
      γενική τῆς καμινοῦς
      δοτική τῇ καμινοῖ
    αιτιατική τὴν καμινώ
     κλητική ! καμινοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καμινώ < κάμιν(ος) +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καμινώ θηλυκό