καναχέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καναχέω < καναχή

καναχέω / καναχῶ

  1. παράγω διάφορους ήχους, συνήθως οξείς, αλλά και μουσικής
  2. κελαρύζω για πηγές
  3. κοκορίζω για τον κόκορα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη καναχή