κανιβαλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κανιβαλισμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cannibalism
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1883
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ni.va.liˈzmos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κανιβαλισμός αρσενικό
- η ανθρωποφαγία, μια τελετουργία διαδεδομένη στις πρωτόγονες φυλές, με σκοπό να αποκτηθούν οι ιδιότητες του νεκρού, να αποκτηθούν μαγικές δυνάμεις και να διατηρηθεί η ενότητα, όταν ο νεκρός ανήκε στην ίδια φυλή, αλλά και να υπάρξει εκδίκηση και οικειοποίηση ξένων ιδιοτήτων, όταν ο νεκρός ανήκε σε ξένη φυλή
- (βιολογία) η επίθεση ενός ζώου σε άτομα του είδους του, όταν, στη συνέχεια, τα κατατρώει
- (μεταφορικά) η συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από αγριότητα, απανθρωπιά κι έλλειψη σεβασμού προς τον άνθρωπο
- διάλυση συσκευών
- κανιβαλισμός μεταχειρισμένων αυτοκινήτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανιβαλισμός