κανονιοβολισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κανονιοβολισμός < κανονιοβολώ < κανόνι + βάλλω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κανονιοβολισμός αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) βολή πυροβόλου όπλου, συνεχείς κανονιές