καραβόσχοινο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Καράβι δεμένο με οκτάπλοκο καραβόσχοινο από συνθετική ύλη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καραβόσχοινο τα καραβόσχοινα
      γενική του καραβόσχοινου των καραβόσχοινων
    αιτιατική το καραβόσχοινο τα καραβόσχοινα
     κλητική καραβόσχοινο καραβόσχοινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καραβόσχοινο < καράβι + σχοινί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καραβόσχοινο ουδέτερο

  1. σχοινί που χρησιμοποιείται σε πλοίο, ή καράβι
  2. στον πληθυντικό καραβόσχοινα χαρακτηρίζεται ποικιλία σχοινιών εξαιρετικής αντοχής φορτίου που χρησιμοποιούνται κυρίως σε πλοία, ιστιοφόρα, ναυτικές εγκαταστάσεις, ναυπηγεία κ.λπ.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]