καρακάξα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρακάξα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρακάξα, αβέβαιου ετύμου → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈka.ksa/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρακάξα θηλυκό
- (πτηνό) πουλί του είδους Pica pica της οικογένειας των Κορακιδών, με άσχημη φωνή αλλά εξαιρετική ευφυία. Της αρέσει να συλλέγει λαμπερά αντικείμενα
- (μειωτικό) χαρακτηρισμός άσχημης και κουτσομπόλας γυναίκας
- είναι μια γριά καρακάξα αυτή, αν σε πιάσει στο στόμα της χάθηκες!
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Για τη σύγχυση που υπάρχει των πουλιών κίσσα και καρακάξα δείτε καρακάξα#Ονοματολογία στη Βικιπαίδεια
- Η ιταλική όπερα «La gazza ladra» του Ροσσίνι (Rossini) σημαίνει Η καρακάξα (gazza η κλέφτρα (ladra). Μεταφράστηκε όμως ως «Η κλέφτρα κίσσα»
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- καρακάξα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)