καρδιακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]καρδιακά < καρδιακ(ός) + -ά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaɾ.ði.aˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :‐καρ‐δι‐α‐κά
Επίρρημα
[επεξεργασία]καρδιακά
- που αφορά ζητήματα καρδιάς
- ※ Μυϊκά κύτταρα από το πόδι αντικαθιστούν καρδιακά κύτταρα ([1], care.gr)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρδιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καρδιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καρδιακό
- Αρτηριακή πίεση και καρδιακά νοσήματα ([2], huffingtonpost.gr, 13/01/2020)