καρντάσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρντάσι | τα | καρντάσια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καρντάσι | τα | καρντάσια |
κλητική | καρντάσι | καρντάσια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρντάσι < καρντάσ(ης) + -ι (κατά το αδέλφι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρντάσι ουδέτερο
- άλλη μορφή του καρντάσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρντάσι
→ δείτε τη λέξη καρντάσης |