καρσιλαμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρσιλαμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική karşılama < karşılamak < karşı (καρσί, απέναντι, αντίκρυ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaɾ.si.laˈmas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐σι‐λα‐μάς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρσιλαμάς αρσενικό
- (χορός) ανατολίτικος αντικριστός ζωηρός χορός (χορεύεται από δύο άτομα αντικριστά)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρσιλαμάς
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χορός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)