κασαυρεῖον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κασαυρεῖον | τὰ | κασαυρεῖᾰ | ||||
γενική | τοῦ | κασαυρείου | τῶν | κασαυρείων | ||||
δοτική | τῷ | κασαυρείῳ | τοῖς | κασαυρείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | κασαυρεῖον | τὰ | κασαυρεῖᾰ | ||||
κλητική ὦ! | κασαυρεῖον | κασαυρεῖᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κασαυρείω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κασαυρείοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κασαυρεῖον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κασαυρεῖον, -ου ουδέτερο
- (σε λεξικό) άλλη μορφή του κασώριον: πορνείο στον Ησύχιο, στη δοτική πληθυντικού:
- ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ
- <κασαύρα> κασωρίς. πόρνη
- <κασαυρείοις> οἴκοις, ἐφ' ὧν αἱ ἑταῖραι ἐκαθέζοντο· ὅθεν καὶ τὴν πόρνην κασαυράδα ἔλεγον
- Η δοτική κασαυρείοις, πιθανόν και στη μορφή κασαυρείοισι στον Αριστοφάνη:
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1285 (1284-1286)
- τὴν γὰρ αὑτοῦ γλῶτταν αἰσχραῖς ἡδοναῖς λυμαίνεται, | ἐν κασαυρείοισι λείχων τὴν ἀπόπτυστον δρόσον, | καὶ μολύνων τὴν ὑπήνην καὶ κυκῶν τὰς ἐσχάρας,
- νά, μες στα μπορντέλα βρομίζει τη γλώσσα του | γλείφοντας τα υγρά που φέρνουν αναγούλα, | και λερώνει τα γένια του και μαλάζει τον γυναικείο πάτο.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τὴν γὰρ αὑτοῦ γλῶτταν αἰσχραῖς ἡδοναῖς λυμαίνεται, | ἐν κασαυρείοισι λείχων τὴν ἀπόπτυστον δρόσον, | καὶ μολύνων τὴν ὑπήνην καὶ κυκῶν τὰς ἐσχάρας,
- ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κασαυρεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπερισπώμενα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' προπερισπώμενα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπερισπώμενες (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις που μαρτυρούνται σε λεξικά (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από λεξικά (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)