κατάλαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατάλαλος < ελληνιστική κοινή κατάλαλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατάλαλος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του καταλαλητής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατάλαλος
|