καταζητώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταζητώ < ελληνιστική κοινή καταζητέω / καταζητῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική poursuivre[1])

καταζητώ (παθητική φωνή: καταζητούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]