καταληψίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταληψίας < κατάληψ(η) + -ίας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταληψίας' αρσενικό
- που συμμετέχει σε κατάληψη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταληψίας
|