καταναγκαστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]καταναγκαστικά < καταναγκαστικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]καταναγκαστικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταναγκαστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καταναγκαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καταναγκαστικό