κατηγορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατηγορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατηγορῶ < κατήγορος

κατηγορώ

  • σχολιάζω αρνητικά κάποιον,του αποδίδω ευθύνες για το αποτέλεσμα μιας ενέργειας/κατάστασης ή μιας πράξης που τιμωρείται από τον νόμο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

δείτε επίσης

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κατήγορος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]