καφεδούμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καφεδούμπα | οι | καφεδούμπες |
γενική | της | καφεδούμπας | — | |
αιτιατική | την | καφεδούμπα | τις | καφεδούμπες |
κλητική | καφεδούμπα | καφεδούμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καφεδούμπα < καφές, καφέδ(ες) + -ούμπα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καφεδούμπα θηλυκό
- (αργκό) ο απολαυστικός καφές
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καφεδούμπα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ούμπα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Καφέδες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)