κεραμίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κεραμίδα, κεραμιδά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεραμίδα οι κεραμίδες
      γενική της κεραμίδας των κεραμίδων
    αιτιατική την κεραμίδα τις κεραμίδες
     κλητική κεραμίδα κεραμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεραμίδα < κεραμίδ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κεραμίδα[1] ή από την αρχαία ελληνική κεραμίς, από την αιτιατική ενικού «τὴν κεραμίδα»

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ce.ɾaˈmi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ρα‐μί‐δα
τονικό παρώνυμο: κεραμιδά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κεραμίδα θηλυκό

  1. (μεγεθυντικό) μεγάλο κεραμίδι
  2. (μεταφορικά) απρόοπτο ατύχημα και κυρίως αναπάντεχη αναποδιά, ατυχία, στενοχώρια -από την εποχή που η Αθήνα ήταν γεμάτη κεραμοσκεπές και έπεφταν συχνά από τον άνεμο κομμάτια κεραμικών στο δρόμο
     συνώνυμα: ταμπλάς

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • μού 'ρχεται κεραμίδα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κεραμίδι

Αναφορές

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κεραμίδα θηλυκό