κερατίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κερατίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική kératine < αρχαία ελληνική κέρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κερατίνη θηλυκό
- πρωτεΐνη που υπάρχει στην εξωτερική πλευρά της ανθρώπινης επιδερμίδας, στα μαλλιά, τα νύχια, αλλά και σε διάφορα μέρη ζώων (οπλές, κέρατα κ.λπ.)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)