κλάνω μαλλί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]κλάνω μαλλί
- (χυδαίο, ανεπίσημο) συνώνυμο του κλάνω μέντες
- ※ Τότε, αφεντικό, μυρίστηκα ότι είσαι εσύ και έκλασα μαλλί!» αναφώνησε ο Μπόρις. «Έλεγαν ότι ξεριζώνεις μάτια και κόβεις αυτιά (Μιχάλης Μιχαηλίδης, Νυχτερινή διαδρομή: μυθιστόρημα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006, σελ. 126)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κλάνω μέντες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλάνω μαλλί
|