κλαρινογαμπρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλαρινογαμπρός αρσενικό (θηλυκό κλαρινονύφη) και κλαρινογκόμενα
- (προφορικό, νεολογισμός, μειωτικό) που είναι ντυμένος με φανταχτερά, συνήθως κακόγουστα, ρούχα, για εντυπωσιασμό
- ※ Eδώ και μερικούς μήνες, υπάρχει μια λέξη, πίσω από την οποία κρύβεται μια έννοια , πίσω από την οποία ακολουθεί μια ολόκληρη στρατιά από άντρες, οι οποίοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας και έχουν κατά ένα τρόπο έχουν αντικαταστήσει την πάλαι ποτέ γραφική φιγούρα του Greek Lover. Ο συγκεκριμένος είναι μεν αθάνατος, αλλά, μεταβολίζεται με τις εποχές, προσαρμόζεται, και έχει γίνει πλέον, ο Κλαρινογαμπρός επηρεασμένος και από ξένα πρότυπα τα οποία έχει προσαρμόσει φυσικά στα μέτρα του. (sportdog.gr, 25/03/2013 [1], ανακτήθηκε 18/12/2021)
- ※ Ένας κλαρινογαμπρός, που ακκίζεται επιδεικνύοντας τα μανικετόκουμπα, τη γραβάτα, τη pochette του, τις απίθανες, διεθνώς άγνωστες, σταρλετίτσες που συναγελάζεται και τον διακοσμούν, σε όλα τα έντυπα, τα media και τις τηλεοράσεις (documentonews.gr, 5/11/2019, [2], ανακτήθηκε 18/12/2021)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)