κλαυθμυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλαυθμυρίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλαυθμῠρίζω < κλαυθμυρίς < αρχαία ελληνική κλαυθμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /klaf.θmiˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλαυθ‐μυ‐ρί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κλαυθμυρίζω (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλαυθμυρίζω < κλαυθμός + μύρ(ομαι) + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κλαυθμυρίζω

  1. (για παιδιά) κλαψουρίζω, σιγοκλαίω
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Προγνωστικόν, (Prognosticon), Section 24, p.186, @scaife.perseus
    τοῖσι δὲ παιδίοισι σπασμοὶ γίγνονται, ἢν ὁ πυρετὸς ὀξὺς ᾖ, καὶ ἡ γαστὴρ μὴ διαχωρέῃ, καὶ ἀγρυπνέωσί τε καὶ ἐκπλαγέωσι, καὶ κλαυθμυρίζωσι, καὶ τὸ χρῶμα μεταβάλλωσι, καὶ χλωρὸν ἢ πελιὸν ἢ ἐρυθρὸν ἴσχωσιν.
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ παίδων ἀγωγῆς, Section 12 @scaife.perseus
    δεῖ δʼ ἐναλλάξ καὶ ποικίλως χρῆσθαι ταῖς ἐπιπλήξεσι καὶ τοῖς ἐπαίνοις, κἀπειδάν ποτε θρασύνωνται,[*] ταῖς ἐπιπλήξεσιν ἐν αἰσχύνῃ ποιεῖσθαι, καὶ πάλιν ἀνακαλεῖσθαι τοῖς ἐπαίνοις καὶ μιμεῖσθαι τὰς τίτθας, αἵτινες ἐπειδὰν τὰ παιδία κλαυθμυρίσωσιν, εἰς παρηγορίαν πάλιν[*] τὸν μαστὸν ὑπέχουσι.
  2. κάνω κάποιον να κλαίει
  3. (στη μέση φωνή) κλαίω
    ※  2ος κε αιώνας Ἀρριανός, Κυνηγετικός, 11.1 @scaife.perseus
    καὶ εἴ ποτε ἄρα δεσμοῦ δεηθεῖεν, ἀσχάλλουσιν καὶ κλαυθμυρίζονται καὶ ἀπεσθίουσιν τοὺς ἱμάντας·

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]