κλειστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
κλειστά
- με κλειστό τρόπο, κλείνοντας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλειστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κλειστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κλειστός