κονάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κονάκι | τα | κονάκια |
γενική | του | κονακιού | των | κονακιών |
αιτιατική | το | κονάκι | τα | κονάκια |
κλητική | κονάκι | κονάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κονάκι < μεσαιωνική ελληνική κονάκι < τουρκική konak [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονάκι ουδέτερο
- σπίτι, κατοικία
- ※ Να την η Άρτα! Με τα τζαμιά και τα σαράγια, με τα κονάκια των αγάδων και τους στάβλους των μπέηδων! (Ανδρέας Καρκαβίτσας Η θυσία [διήγημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κονάκι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κονάκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)