κορωνιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κορωνιός | οι | κορωνιοί |
γενική | του | κορωνιού | των | κορωνιών |
αιτιατική | τον | κορωνιό | τους | κορωνιούς |
κλητική | κορωνιέ | κορωνιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.ɾoˈɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρω‐νιός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορωνιός αρσενικό (θηλυκό κορωνιά)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- για το σύνθετο του αρχαίου κορών(η) + ιός → δείτε τη λέξη κορονοϊός. Η σύνθεση κορον- + ιός δεν πραγματώθηκε για αποφυγή της σύγχυσης με το Κορωνιός.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κορωνιός
|