κοσμικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοσμικότητα < η συμμετοχή στην κοινωνική ζωή και σε συχνές διασκεδάσεις.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοσμικότητα θηλυκό
- το να αρέσει σε κάποιον η κοσμική ζωή