κρέμασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρέμασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρέμασμα ουδέτερο
- η ανάρτηση αντικειμένου το οποίο κρατιέται από κάπου
- η χαλάρωση και το σακούλιασμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρέμασμα