κτίτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κτίτορας | οι | κτίτορες |
γενική | του | κτίτορα | των | κτιτόρων |
αιτιατική | τον | κτίτορα | τους | κτίτορες |
κλητική | κτίτορα | κτίτορες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κτίτορας αρσενικό ή θηλυκό