κυβερνητισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυβερνητισμός < κυβερνήτης + -ισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυβερνητισμός αρσενικό
- η παραμονή στην κυβέρνηση και η άσκηση εξουσίας ως ζήτημα πρώτης προτεραιότητας και αυτοσκοπός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυβερνητισμός
|