κυδωνάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυδωνάτο | τα | κυδωνάτα |
γενική | του | κυδωνάτου | των | κυδωνάτων |
αιτιατική | το | κυδωνάτο | τα | κυδωνάτα |
κλητική | κυδωνάτο | κυδωνάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυδωνάτο < ελληνιστική κοινή κυδωνᾶτον < αρχαία ελληνική κυδώνιος < Κυδωνία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ci.ðo.ˈna.to/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐δω‐νά‐το
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυδωνάτο ουδέτερο
- (γαστρονομία) γλυκό με βασικό υλικό το κυδώνι
- (γαστρονομία) φαγητό (με κρέας κ.λπ.) που μαγειρεύεται χρησιμοποιώντας και κυδώνι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κυδώνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυδωνάτο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)