κυστεοκήλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυστεοκήλη οι κυστεοκήλες
      γενική της κυστεοκήλης
    αιτιατική την κυστεοκήλη τις κυστεοκήλες
     κλητική κυστεοκήλη κυστεοκήλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυστεοκήλη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κυστεοκήλη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]