κόβω λάσπη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόβω λάσπη, < → δείτε τις λέξεις κόβω και λάσπη.

Έκφραση

[επεξεργασία]

κόβω λάσπη

  • απομακρύνομαι κρυφά, το σκάω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]