κόβω την καλημέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
κόβω την καλημέρα
- διακόπτω τις όποιες συνομιλίες ή επαφές με κάποιον ή κάποιους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόβω την καλημέρα