κόντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόντα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόντα θηλυκό
- καταληκτικό τμήμα σύνθεσης-μουσικού κομματιού (κυρίως σονάτας)
- (μεταφορικά) ο επίλογος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόντα
|