κόσμους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈko.zmus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐σμους
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- κόσμους: < κόσμος (με κώφωση του καταληκτικού -ος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόσμους
- (ιδιωματικό) ο κόσμος, με άρθρο «ου»
- ※ Μυαλό δέν ἔχουν, αὐτός οὑ κόσμους, θά πῶ, εἶπεν ἡ θειά τό Μαλαμώ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- κόσμους: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κόσμους αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κόσμους αρσενικό