κύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  κύω   κύομαι 
Παρατατικός  ἔκυον   ἐκυόμην 
Μέλλοντας  κύσω   κύσομαι 
Αόριστος  ἔκυσα   ἐκυσάμην 
Παρακείμενος
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewh₁- (διογκώνομαι, φουσκώνω)

κύω (μεθομηρικός τύπος του κυέω)

  1. κυοφορώ, εγκυμονώ
    ※  Λάβδα κύει, τέξει δ᾽ ὀλοοίτροχον (Ἡρόδοτος, 5, 92β)
    Η Λάβδα κυοφορεί και θα γεννήσει μια μυλόπετρα
  2. γονιμοποιώ
    ὄμβρος ἔκυσε γαῖαν
  3. (μέση διάθεση) γεννιέμαι
    ※  τὰ κυόμενα παιδία ἀσθενῆ γίνεται (Ἀριστοτέλης, Προβλήματα, 860a21)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]