κώλυσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κώλυσῐς αἱ κωλύσεις
      γενική τῆς κωλύσεως τῶν κωλύσεων
      δοτική τῇ κωλύσει ταῖς κωλύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κώλυσῐν τὰς κωλύσεις
     κλητική ! κώλυσῐ κωλύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κωλύσει
γεν-δοτ τοῖν  κωλυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κώλυσις < κωλύω + -σις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κώλυσις θηλυκό