κώνωπας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κώνωπας οι κώνωπες
      γενική του κώνωπα των κωνώπων
    αιτιατική τον κώνωπα τους κώνωπες
     κλητική κώνωπα κώνωπες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κώνωπας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κώνωψ, από την αιτιατική ενικού: τὸν κώνωπα + (αρσενική κατάληξη)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈko.no.pas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κώ‐νω‐πας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κώνωπας αρσενικό

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κώνωπας αρσενικό



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κώνωπας αρσενικό