λάξευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λάξευση | οι | λαξεύσεις |
γενική | της | λάξευσης* | των | λαξεύσεων |
αιτιατική | τη | λάξευση | τις | λαξεύσεις |
κλητική | λάξευση | λαξεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λαξεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λάξευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λάξευ(σις) + -ση[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈla.ksef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐ξευ‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λάξευση θηλυκό
- η ενέργεια του λαξεύω
- ※ Οταν για παράδειγμα συμπληρώνονται τα αρχαία με νέο υλικό (μάρμαρο ή πωρόλιθο) η τελική λάξευση της επιφάνειάς τους γίνεται επί τόπου, όπως και στην αρχαιότητα. Από τη λάξευση προκύπτει λατίπη, κοινώς μπάζα.
- Ν. Κοντράρου-Ρασσιά, «Κατεβάζουν το διακόπτη στην Ακρόπολη»· εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 23 Απριλίου 2008
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λαξεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λάξευση
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ λάξευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)