λάσπιασε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
λάσπιασε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος λασπιάζω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος λασπιάζω
λάσπιασε