λέκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λέκτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λέκτης αρσενικό
- αυτός που λέει, ομιλών, ομιλητής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λέκτης
|