λίτρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λίτρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λίτρο τα λίτρα
      γενική του λίτρου των λίτρων
    αιτιατική το λίτρο τα λίτρα
     κλητική λίτρο λίτρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λίτρο < λίτρον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λίτρο ουδέτερο

  • μονάδα μέτρησης όγκου συνήθως υγρών σωμάτων, ίση προς το ένα χιλιοστό του κυβικού μέτρου. Συμβολίζεται συχνά ως lt ή L

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]