λαβείν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαβείν < αρχαία ελληνική λαβεῖν, απαρέμφατο αορίστου β΄ (ἔλαβον) του ρήματος λαμβάνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαβείν ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]