λαβώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαβώνω < μεσαιωνικό ρήμα που γραφόταν και λαβώννω < αρχαίο ελληνικό λωβάομαι (ακρωτηριάζω) < από την λώβη (αρχ. σήμαινε αναπηρία, όλεθρος)

λαβώνω

  1. τρυπάω με βέλος ή άλλο όπλο, τραυματίζω
  2. (μεταφορικά) πληγώνω συναισθηματικά
    ο πόθος λαβώνει αποκοντά κι απομακρά σκοτώνει (Ερωτόκριτος)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]