λαδιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαδιά οι λαδιές
      γενική της λαδιάς των λαδιών
    αιτιατική τη λαδιά τις λαδιές
     κλητική λαδιά λαδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαδιά < λάδ(ι) + -ιά[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /laˈðʝa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαδιά θηλυκό

  1. λεκές που έγινε από λάδι
  2. (οικείο) ενέργεια που αντιβαίνει στην ηθική ή το νόμο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]