λακάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λακάω < λακ(ώ) + -άω < συνοπτικό θέμα λακησ- είτε από την ελληνιστική κοινή λακέω, λακῶ (σκάω), είτε από τη μεσαιωνική ελληνική γλακῶ (τρέχω, βιάζομαι) < ελληνιστική κοινή ἐκλακῶ < ἐκ + λακέω/λακῶ[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]λακάω/(λακώ), πρτ.: λάκαγα, αόρ.: λάκησα, χωρίς παθητική φωνή
- φεύγω τρέχοντας, το βάζω στα πόδια, συνώνυμο του λακίζω
- ※ ετίναξεν εμπρός το κεφάλι του κι ελάκησε πέρα, τρανολαλώντας με την μεταλλική φωνή του
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λακάω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ λακίζω & λακάω, -ώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)