λαμπόγυαλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαμπόγυαλο τα λαμπόγυαλα
      γενική του λαμπόγυαλου των λαμπόγυαλων
    αιτιατική το λαμπόγυαλο τα λαμπόγυαλα
     κλητική λαμπόγυαλο λαμπόγυαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαμπόγυαλο < λάμπα + γυαλί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαμπόγυαλο ουδέτερο

  • το γυάλινο προστατευτικό μιας λάμπας πετρελαίου

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • τα κάνω λαμπόγυαλο: τα σπάω, προκαλώ μεγάλες καταστροφές
όταν ο διαιτητής σφύριξε το πέναλτι, μπήκαν μέσα οι οπαδοί της ομάδας και τα έκαναν λαμπόγυαλο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]