λαμπόγυαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαμπόγυαλο ουδέτερο
- το γυάλινο προστατευτικό μιας λάμπας πετρελαίου
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- τα κάνω λαμπόγυαλο: τα σπάω, προκαλώ μεγάλες καταστροφές
- όταν ο διαιτητής σφύριξε το πέναλτι, μπήκαν μέσα οι οπαδοί της ομάδας και τα έκαναν λαμπόγυαλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαμπόγυαλο
|