λασπομαχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λασπομαχία θηλυκό
- παιχνίδι όπου ο ένας πετά στον άλλον λάσπες
- η αμοιβαία λασπολογία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λασπομαχία
|